- μηνιάζω
- μηνιάζω,A = μηνιάω, Et.Gud.d. s.v. ἐνεκότουν.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηνιάζω — (I) μηνιάζω (Μ) βλ. μηναιάζω. (II) μηνιάζω (Α) μηνιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιῶ, κατά τα ρήματα σε άζω (πρβλ. χολιῶ: χολιάζω, δειλιῶ: δειλιάζω] … Dictionary of Greek
Μηνιασταί — Μηνιασταί, οί (Α) αυτοί που λατρεύουν την ανατολική θεότητα Μην. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μήν πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρήματος *μηνιάζω «λατρεύω τον Μήνα»] … Dictionary of Greek
μηνίζω — (Α) (δ. γρφ.) βλ. μηνίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιάζω ή μηνίω, κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek
μηναιάζω — και μηνιάζω (Μ) προσλαμβάνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο ή πληρώνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηναῖο(ν) «μηνιάτικο» + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
μηνιαστής — μηνιαστής, ὁ (ΑΜ) [μηνιάζω] αυτός που συνηθίζει να οργίζεται έντονα … Dictionary of Greek